του Δημοσθένη Παπαδάτου Αναγνωστόπουλου
Από την περασμένη Τετάρτη, ο Δημήτρης Κουφοντίνας κατεβαίνει σε απεργία πείνας. Είναι η δεύτερη φορά μέσα σε τρία χρόνια – και πρόκειται, ας το τονίσουμε, για έναν άνθρωπο 60 ετών. Αυτό που ζητά, με το ύστατο και πιο εύγλωττο μέσο που διαθέτει
κανείς για να ζητά οτιδήποτε, είναι καταρχάς η τακτική άδεια που δικαιούται (άρθ. 52 του Σωφρονιστικού Κώδικα), έχοντας συμπληρώσει δεκαπέντε χρόνια κρατούμενος. Ζητά και ένα ακόμα ο Κουφοντίνας, χωρίς το οποίο η τήρηση του νόμου για τις άδειες δεν αρκεί. Το δεύτερο που ζητά είναι να καταργηθεί το «δικαίωμα» στο εισαγγελικό βέτο• στην περίπτωσή του είναι αυτό ακριβώς το βέτο που καταργεί το δικό του δικαίωμα στην άδεια.
Ας το πούμε όσο πιο απλά γίνεται: Ναι, σε αντίθεση με όσα γράφονται ή ακούγονται, ο νόμος προβλέπει ότι άδεια δικαιούνται και οι κρατούμενοι που έχουν καταδικαστεί σε ισόβια. Όχι, ο Κουφοντίνας δεν παραβίασε τους όρους της προηγούμενης άδειας, ούτε κρίθηκε υπαίτιος πειθαρχικού παραπτώματος, για να στερείται τώρα ό,τι προβλέπει ο νόμος για κάθε κρατούμενο. Αυτό που συμβαίνει είναι κάτι εξωφρενικά απλό, και μαζί απλώς εξωφρενικό: η σκοπιμότητα δικαστών, οικογενειών και πρεσβειών αποδεικνύεται στην πράξη ανώτερη από το νόμο.
Η σκοπιμότητα: η άρνηση μιας άδειας που προβλέπει ο νόμος σημαίνει αλλαγή των κανόνων της κράτησης γιατί …έτσι αρέσει στην Εισαγγελία. Δεν αρκεί, με άλλα λόγια, η στέρηση της ελευθερίας ενός ανθρώπου που κρατείται από το 2002: πρέπει να προστεθεί κάμποση εκδίκηση ώστε, μαζί με την ελευθερία, να περιορίζεται και η αξιοπρέπειά του. Αλλά αυτό ακριβώς δεν είναι το κατ’ εξαίρεση δίκαιο για τον Εχθρό, όπως διδάσκει η αυταρχική νομική παράδοση;
Αυτή η εξαίρεση, αυτή η πολιτική σκοπιμότητα, είναι που εξωθεί τον Κουφοντίνα στην απεργία πείνας – σε έναν πολιτικό αγώνα που, αν και σκληρή, είναι δίκαιη υπόθεση. Δίκαιη, πάει να πει που μας αφορά. Μας αφορά απολύτως το βαθύ σκοτάδι στο οποίο εθίστηκε να «λειτουργεί» η δικαστική εξουσία – όποια κι αν είναι η κυβέρνηση.
Ας το πούμε όσο πιο απλά γίνεται: αν ο Κουφοντίνας επιστρατεύει το ύστατο μέσο αγώνα ζητώντας άδεια, κι αν κίτρινα Μέσα τον παρουσιάζουν ως κάποιον που …απειλεί (ποιον και με τι τον απειλεί άραγε; Η αντιστροφή των ρόλων θύτη και θύματος ήταν πάντα σήμα-κατατεθέν του φασίζοντος Τύπου…), είναι γιατί δύο φορές οι εισαγγελείς αποφάσισαν να του χορηγήσουν την άδεια που δικαιούται από το νόμο. Και τις δύο φορές, όμως, η Εισαγγελία έκρινε πως ο νόμος είναι σοβαρή υπόθεση για να ισχύει για όλους. Η Εισαγγελία, λοιπόν, άσκησε πειθαρχικό έλεγχο κατά των εισαγγελέων (μολονότι οι ίδιοι εφάρμοσαν, απλά, το νόμο…). Και απειλώντας την εξέλιξή τους, τους ανάγκασε να δηλώσουν αποχή.
***
Πριν από μερικές μέρες, ήταν ο Βασίλης Δημάκης. Νωρίτερα ο Τάσος Θεοφίλου, ο Νίκος Ρωμανός, ο Κώστας Σακκάς. Άνθρωποι (για τους δικαστές: αναρχικοί και τρομοκράτες άνθρωποι), που έβαλαν μέσο το σώμα τους, για να ακούσουμε πως κάτι σάπιο υπάρχει στα άνω κλιμάκια της δικαστικής εξουσίας. Αυτό το σάπιο ενώνει ακροδεξιούς, κεντροδεξιούς και κεντροαριστερούς, ως τις παρυφές του κυβερνώντος κόμματος. Κι είναι το ίδιο σάπιο που, το 2002, όταν εξαρθρωνόταν η «17Ν», επέτρεπε την ανάκριση του ετοιμοθάνατου Σάββα Ξηρού, τη διαπόμπευση της Αγγελικής Σωτηροπούλου, την ενοχοποίηση του Γιάννη Σερίφη, την έξαλλη αναθεώρηση της ιστορίας της Μεταπολίτευσης, τις ειδικές συνθήκες κράτησης – το κατ’ εξαίρεσιν Δίκαιο του Εχθρού.
Το σάπιο αυτό είναι η πολιτική και κοινωνική στράτευση της δικαστικής εξουσίας. Τυφλή, θεόστραβη, εκεί που ο τρόμος προξενεί πραγματική κοινωνική βλάβη (στη Νέα Φιλαδέλφεια, στο Noor 1 ή στις Σκουριές). Αλλά με μάτια εικοσιτέσσερα όταν πρόκειται για «ξένους» ή «στασιαστές» – τις φιγούρες εκείνες που, παρά τη δεδομένη ισχύ των μηχανισμών εξουσίας, θεωρούνται απειλή για το πολίτευμα.
Ένα παιδί 17 ετών δεν τα γνωρίζει αυτά• αυτό, ωστόσο, δεν είναι λόγος να καθηλωθεί μια κοινωνία στην εφηβεία: Στο όχι μακρινό 1970, ο Ρεζίς Ντεμπρέ, κάποιος που πήρε τα όπλα μαζί με τον Γκεβάρα στη Βολιβία, απελευθερώθηκε με έκκληση του Πάπα Ιωάννη, του Ντε Γκωλ και του Ζαν-Πολ Σαρτρ. Στα 1973, ο Σαρτρ κατέβηκε σε απεργία πείνας, σε ελάχιστη ένδειξη συμπαράστασης στους κρατούμενους της RAF, για τις εφιαλτικές συνθήκες κράτησής τους. Το 1981, η κυβέρνηση Μιτεράν δεχόταν την απελευθέρωση των κρατούμενων ένοπλων οργανώσεων, όχι από συμπάθεια, αλλά αναγνωρίζοντας τις ειδικές συνθήκες υπό τις οποίες αυτοί έστρεψαν τα όπλα απέναντι στο καθεστώς. Και στην Ιταλία, κρατούμενοι ως μέλη των Ερυθρών Ταξιαρχιών βγήκαν από τις φυλακές, για να εκτίσουν ποινές κατ’ οίκον – κι η χώρα να κλείσει το κεφάλαιο των «χρόνων του μολυβιού».
Στην Ελλάδα, στρατηγικό σύμμαχο του Ντόναλντ Τραμπ, και υπό την πίεση συγγενών που δεν θα πάψουν να κάνουν πολιτική με τη μνήμη των θυμάτων τους, ο Κουφοντίνας αγωνίζεται με το σώμα του για δυο μέρες άδεια, απέναντι στο σκοτάδι. Είναι σημαντικό –για τον ίδιο, για την Ηριάννα, για όποιον και όποια υπέστη την άνευ ορίων θρασύδειλη τρομοδικαιοσύνη– να μην κερδίσει το σκοτάδι.
Από την περασμένη Τετάρτη, ο Δημήτρης Κουφοντίνας κατεβαίνει σε απεργία πείνας. Είναι η δεύτερη φορά μέσα σε τρία χρόνια – και πρόκειται, ας το τονίσουμε, για έναν άνθρωπο 60 ετών. Αυτό που ζητά, με το ύστατο και πιο εύγλωττο μέσο που διαθέτει
κανείς για να ζητά οτιδήποτε, είναι καταρχάς η τακτική άδεια που δικαιούται (άρθ. 52 του Σωφρονιστικού Κώδικα), έχοντας συμπληρώσει δεκαπέντε χρόνια κρατούμενος. Ζητά και ένα ακόμα ο Κουφοντίνας, χωρίς το οποίο η τήρηση του νόμου για τις άδειες δεν αρκεί. Το δεύτερο που ζητά είναι να καταργηθεί το «δικαίωμα» στο εισαγγελικό βέτο• στην περίπτωσή του είναι αυτό ακριβώς το βέτο που καταργεί το δικό του δικαίωμα στην άδεια.
Ας το πούμε όσο πιο απλά γίνεται: Ναι, σε αντίθεση με όσα γράφονται ή ακούγονται, ο νόμος προβλέπει ότι άδεια δικαιούνται και οι κρατούμενοι που έχουν καταδικαστεί σε ισόβια. Όχι, ο Κουφοντίνας δεν παραβίασε τους όρους της προηγούμενης άδειας, ούτε κρίθηκε υπαίτιος πειθαρχικού παραπτώματος, για να στερείται τώρα ό,τι προβλέπει ο νόμος για κάθε κρατούμενο. Αυτό που συμβαίνει είναι κάτι εξωφρενικά απλό, και μαζί απλώς εξωφρενικό: η σκοπιμότητα δικαστών, οικογενειών και πρεσβειών αποδεικνύεται στην πράξη ανώτερη από το νόμο.
Η σκοπιμότητα: η άρνηση μιας άδειας που προβλέπει ο νόμος σημαίνει αλλαγή των κανόνων της κράτησης γιατί …έτσι αρέσει στην Εισαγγελία. Δεν αρκεί, με άλλα λόγια, η στέρηση της ελευθερίας ενός ανθρώπου που κρατείται από το 2002: πρέπει να προστεθεί κάμποση εκδίκηση ώστε, μαζί με την ελευθερία, να περιορίζεται και η αξιοπρέπειά του. Αλλά αυτό ακριβώς δεν είναι το κατ’ εξαίρεση δίκαιο για τον Εχθρό, όπως διδάσκει η αυταρχική νομική παράδοση;
Άλλος νόμος για το φίλο, άλλος για τον εχθρό
Αυτή η εξαίρεση, αυτή η πολιτική σκοπιμότητα, είναι που εξωθεί τον Κουφοντίνα στην απεργία πείνας – σε έναν πολιτικό αγώνα που, αν και σκληρή, είναι δίκαιη υπόθεση. Δίκαιη, πάει να πει που μας αφορά. Μας αφορά απολύτως το βαθύ σκοτάδι στο οποίο εθίστηκε να «λειτουργεί» η δικαστική εξουσία – όποια κι αν είναι η κυβέρνηση.
Ας το πούμε όσο πιο απλά γίνεται: αν ο Κουφοντίνας επιστρατεύει το ύστατο μέσο αγώνα ζητώντας άδεια, κι αν κίτρινα Μέσα τον παρουσιάζουν ως κάποιον που …απειλεί (ποιον και με τι τον απειλεί άραγε; Η αντιστροφή των ρόλων θύτη και θύματος ήταν πάντα σήμα-κατατεθέν του φασίζοντος Τύπου…), είναι γιατί δύο φορές οι εισαγγελείς αποφάσισαν να του χορηγήσουν την άδεια που δικαιούται από το νόμο. Και τις δύο φορές, όμως, η Εισαγγελία έκρινε πως ο νόμος είναι σοβαρή υπόθεση για να ισχύει για όλους. Η Εισαγγελία, λοιπόν, άσκησε πειθαρχικό έλεγχο κατά των εισαγγελέων (μολονότι οι ίδιοι εφάρμοσαν, απλά, το νόμο…). Και απειλώντας την εξέλιξή τους, τους ανάγκασε να δηλώσουν αποχή.
***
Πριν από μερικές μέρες, ήταν ο Βασίλης Δημάκης. Νωρίτερα ο Τάσος Θεοφίλου, ο Νίκος Ρωμανός, ο Κώστας Σακκάς. Άνθρωποι (για τους δικαστές: αναρχικοί και τρομοκράτες άνθρωποι), που έβαλαν μέσο το σώμα τους, για να ακούσουμε πως κάτι σάπιο υπάρχει στα άνω κλιμάκια της δικαστικής εξουσίας. Αυτό το σάπιο ενώνει ακροδεξιούς, κεντροδεξιούς και κεντροαριστερούς, ως τις παρυφές του κυβερνώντος κόμματος. Κι είναι το ίδιο σάπιο που, το 2002, όταν εξαρθρωνόταν η «17Ν», επέτρεπε την ανάκριση του ετοιμοθάνατου Σάββα Ξηρού, τη διαπόμπευση της Αγγελικής Σωτηροπούλου, την ενοχοποίηση του Γιάννη Σερίφη, την έξαλλη αναθεώρηση της ιστορίας της Μεταπολίτευσης, τις ειδικές συνθήκες κράτησης – το κατ’ εξαίρεσιν Δίκαιο του Εχθρού.
Το σάπιο αυτό είναι η πολιτική και κοινωνική στράτευση της δικαστικής εξουσίας. Τυφλή, θεόστραβη, εκεί που ο τρόμος προξενεί πραγματική κοινωνική βλάβη (στη Νέα Φιλαδέλφεια, στο Noor 1 ή στις Σκουριές). Αλλά με μάτια εικοσιτέσσερα όταν πρόκειται για «ξένους» ή «στασιαστές» – τις φιγούρες εκείνες που, παρά τη δεδομένη ισχύ των μηχανισμών εξουσίας, θεωρούνται απειλή για το πολίτευμα.
Ένα παιδί 17 ετών δεν τα γνωρίζει αυτά• αυτό, ωστόσο, δεν είναι λόγος να καθηλωθεί μια κοινωνία στην εφηβεία: Στο όχι μακρινό 1970, ο Ρεζίς Ντεμπρέ, κάποιος που πήρε τα όπλα μαζί με τον Γκεβάρα στη Βολιβία, απελευθερώθηκε με έκκληση του Πάπα Ιωάννη, του Ντε Γκωλ και του Ζαν-Πολ Σαρτρ. Στα 1973, ο Σαρτρ κατέβηκε σε απεργία πείνας, σε ελάχιστη ένδειξη συμπαράστασης στους κρατούμενους της RAF, για τις εφιαλτικές συνθήκες κράτησής τους. Το 1981, η κυβέρνηση Μιτεράν δεχόταν την απελευθέρωση των κρατούμενων ένοπλων οργανώσεων, όχι από συμπάθεια, αλλά αναγνωρίζοντας τις ειδικές συνθήκες υπό τις οποίες αυτοί έστρεψαν τα όπλα απέναντι στο καθεστώς. Και στην Ιταλία, κρατούμενοι ως μέλη των Ερυθρών Ταξιαρχιών βγήκαν από τις φυλακές, για να εκτίσουν ποινές κατ’ οίκον – κι η χώρα να κλείσει το κεφάλαιο των «χρόνων του μολυβιού».
Στην Ελλάδα, στρατηγικό σύμμαχο του Ντόναλντ Τραμπ, και υπό την πίεση συγγενών που δεν θα πάψουν να κάνουν πολιτική με τη μνήμη των θυμάτων τους, ο Κουφοντίνας αγωνίζεται με το σώμα του για δυο μέρες άδεια, απέναντι στο σκοτάδι. Είναι σημαντικό –για τον ίδιο, για την Ηριάννα, για όποιον και όποια υπέστη την άνευ ορίων θρασύδειλη τρομοδικαιοσύνη– να μην κερδίσει το σκοτάδι.